ἐφοδίοις

ἐφοδίοις
ἐφόδια
neut dat pl
ἐφόδιον
supplies for travelling
neut dat pl
ἐφόδιος
for a journey
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκαταχρώμαι — άομαι, Α [καταχρῶμαι] 1. καταναλώνω, εξαντλώ εκ τών προτέρων («τοῑς τῆς φυγῆς ἐφοδίοις προκαταχρησάμενος», Διον. Αλ.) 2. μεταχειρίζομαι προηγουμένως («προκαταχρᾱσθαι τῷ Καίσαρι εἴς τινα», Αππ.) 3. φονεύω προηγουμένως («προκαταχρᾱσθαι ἑαυτόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”